-
1 ὑπόκειμαι
ὑπόκειμαι, used as [voice] Pass. of ὑποτίθημι, [tense] fut. ὑποκείσομαι Pi.O.1.85, etc., but [tense] aor. ὑπετέθην:—A lie under,ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Il.21.364
;θεμέλιοι ὑ. Th.1.93
;τὸν μηρὸν ὑποκείμενον ἔχειν Arist.IA 712b32
, cf. PA 686a13, 689b18: c. dat.,τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείαις Pl.Plt. 301e
: τὰ ὑποκείμενα, opp. τὰ ὑπερκείμενα, Sor.1.8.2 of places, lie close to,ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isoc. 4.108
;ὑ. τὸ πεδίον τῷ ἱερῷ Aeschin.3.118
;λόφος ὑποκείμενος τοῖς Σιννάκοις Plu.Crass.29
;τὸ τὴν οἰκουμένην ὑποκεῖσθαι πρὸς τοῦτον τὸν τόπον Arist.Mete. 364a7
, cf.Pr. 941b39;<τὰ> πρὸς βορρᾶν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ὀρέων Gp.2.5.1
; τὰ ὑποκείμενα ἐδάφη the adjacent soil, D.S.3.50; ἡ-κειμένη χώρα the adjacent country, ibid. (but, the adjacent low lands, Id.2.37, Plu.Sert.17);ὄρος ὑπόκειται Plb.5.59.4
codd. ( ἐπίκ- Schweigh.);ὁ ὑποκείμενος ποταμός Id.3.74.2
; ὑποκεῖσθαι πρὸς τὴν ο?ὑπόκειμαιXψιν to be presented to the sight, Demetr.Lac.Herc.1013.17.3 to be given below in the text,κατὰ τὴν.. συγγραφήν, ἧς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται PCair.Zen.355.122
(iii B. C.); γράψον.. τοὺς χαρακτῆρας ὡς ὑπόκειται as below, PMag.Par.1.408; λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον ib.230; ὡς ὑπόκειται as below, Sammelb.5231.11 (i A. D.), etc.; also, as set forth, PKlein.Form.78 (v/vi A. D.).II in various metaph. senses,1 to be established, set before one (by oneself or another) as an aim or principle, ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται shall be my appointed task, Pi. l. c.; δυοῖν ὑποκειμένοιν ὀνομάτοιν two phrases being prescribed, having legal sanction, D.23.36; ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος the prescribed course is.., ib.71; μένειν ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων to abide by one's resolves, Plb.1.19.6, 2.51.1;μένειν ἐπὶ τῆς ὑ. γνώμης Id.1.40.5
; ἐμοὶ ὑπόκειται ὅτι .. for me it is a fixed principle that.., Hdt.2.123, cf. Arist.Oec. 1343b9;νομίζω συμφέρειν.. τοῦθ' ὑποκεῖσθαι D.14.3
; τῶν πραγμάτων ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει things of which the principles differ in kind, Arist.Pol. 1275a35; τὰς ὑποκειμένας μοίρας τξ the conventional 3600, Ptol.Alm.5.1.2 to be assumed as a hypothesis (cf.ὑπόθεσις 111
), Pl.Cra. 436d, al.; ὑπέκειτο μὴ οἷόν τε εἶναι .. Id.Erx. 404b;τούτων ὑποκειμένων Id.Prt. 359a
, R. 478e; τὴν ἐκ τῶν -κειμένων ἀρίστην [πολιτείαν] the best (possible) in the circumstances, opp. to τὴν κρατίστην ἁπλῶς and to τὴν ἐξ ὑποθέσεως, Arist. Pol. 1288b26; let it be taken for granted,Id.
EN 1103b32, cf. 1129a11, al., Gal.15.175; ὑποκείσθω ὅτι .. let it be taken for granted that.., Arist.Pol. 1323b40;ὑ. εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησιν Id.Rh. 1369b33
: so with a nom., ὑ. ἡ ἀρετὴ εἶναι .. Id.EN 1104b27, cf. Rh. 1357a11: c. part.,τοιόνδε ζῷον ὑ. ὄν Id.GA 778b17
: without any Verb, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑ. γεώδης (sc. εἶναι or οὖσα) ib. 782a29, etc.: cf. ὑποτίθημι IV. 1.4 to be in prospect, ; ; παρ' ὑμῖν ὀργὴ μεγάλη καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι is reserved for them, Id.34.19, cf. Lycurg.130; δυοῖν κινδύνοιν -κειμένοιν ibid.;ὁρᾶν τὸν θάνατον ὑποκείμενον PPetr.3p.73
(iii B. C.); (iii B. C.);τοῦτο καὶ τοῖς μηθὲν ἀσεβὲς ἐπιτελεσαμένοις κατὰ τοὺς τοῦ πολέμου νόμους ὑπόκειται παθεῖν Plb.2.58.10
.5 to be subject to, submit to,τῷ ἄρχοντι Pl.Grg. 510c
;βασιλεῖ Philostr. VA3.20
;πατράσιν POxy. 237 vii 16
(ii A. D.);ἐξετάσεσιν PFlor.33.14
(iv A. D.);βασάνοις POxy.58.25
(iii A. D.): abs., pay court to one, ; τῷ λόγῳ to be captivated by the story, Philostr.VA6.14; subdued,Id.
VS2.4.2.6 to be subject to, liable to a penalty, Supp.Epigr.6.424, cf. 415,421, al. ([place name] Iconium), PLond.1.77.53 (vi A. D.): also c. acc.,ὑποκείσεται τῷ φίσκῳ δηνάρια πεντακόσια Rev.Phil.36.61
([place name] Iconium).7 to be pledged or mortgaged, c. gen., for a certain sum, Is.6.33, D.49.11,35;ναῦς ὑποκειμένη ἡμῖν Id.56.4
; τὰ ὑποκείμενα the articles pledged, Syngr. ap.D.35.12; the mortgaged property, SIG1044.28 (Halic., iv/iii B. C.);ἐνέχυρα-κείμενα IG12(7).58
([place name] Amorgos); ὑποκείμενοι, of slaves pledged for a sum of money, D.27.9.b of payments, to have been granted or allocated, ἀποφαίνουσιν ὑποκεῖσθαι ἐν τῇ γραφῇ τῶν εἰς τὰ ἱερὰ (sc. ὑποκειμένων)δίδοσθαι κτλ. UPZ21.4
(ii B. C.), cf. 23.21 (ii B. C.), BGU 1197.4, 1200.28 (both i B. C.): Subst. ὑποκείμενα, τά, = φιλάνθρωπα, salary ( ear-marked proceeds of taxes),τὰ ἐπιβάλλοντά μοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὑ. PLond.2.357.9
, cf. 5 (i A. D.);ὑ. αἰτεῖ ἀπὸ τῶν κωμῶν BGU23.12
(ii/iii A. D.), cf. OGI665.19,26 (Egypt, i A. D.): c. dat., as part of name of specific taxes,ὑ. βασιλικῇ γραμματείᾳ
ear-marked for the benefit of..,PPar.
17.22 (ii A. D.);ὑ. τοπογραμματείᾳ PSI1.101.18
(ii A. D.), cf. POxy.1436.23 (ii A. D.), etc.: also in sg.,ὑποκείμενον ἐπιστρατηγία BGU 199.14
(ii A. D.), cf. PFlor.375.22 (ii A. D.), etc.: also c. gen.,ὑ. ἐννομίου PRyl.213.72
, al. (ii A. D.); τοπαρχίας ib.73, etc.8 in Philosophy, to underlie, as the foundation in which something else inheres, to be implied or presupposed by something else,ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων.. ὑ. τις ἴδιος οὐσία Pl.Prt. 349b
, cf. Cra. 422d, R. 581c, Ti.Locr.97e: τὸ ὑποκείμενον has three main applications: (1) to the matter which underlies the form, opp. εἶδος, ἐντελέχεια, Arist.Metaph. 983a30; (2) to the substance (matter + form) which underlies the accidents, opp. πάθη, συμβεβηκότα, Id.Cat. 1a20,27, Metaph. 1037b16, 983b16; (3) to the logical subject to which attributes are ascribed, opp. τὸ κατηγορούμενον, Id.Cat. 1b10,21, Ph. 189a31: applications (1 ) and (2 ) are distinguished in Id.Metaph. 1038b5, 1029a1-5, 1042a26-31: τὸ ὑ. is occasionally used of what underlies or is presupposed in some other way, e. g. of the positive termini presupposed by change, Id.Ph. 225a3-7.b exist, τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον the external reality, Stoic.2.48, cf. Epicur.Ep.1pp.12,24 U.;φῶς εἶναι τὸ χρῶμα τοῖς ὑ. ἐπιπῖπτον Aristarch.
Sam. ap. Placit.1.15.5;τὸ κρῖνον τί τε φαίνεται μόνον καὶ τί σὺν τῷ φαίνεσθαι ἔτι καὶ κατ' ἀλήθειαν ὑπόκειται S.E.M.7.143
, cf. 83,90,91, 10.240; = ὑπάρχω, τὰ ὑποκείμενα πράγματα the existing state of affairs, Plb.11.28.2, cf. 11.29.1, 15.8.11,13, 3.31.6, Eun.VSp.474 B.;Τίτος ἐξ ὑποκειμένων ἐνίκα, χρώμενος ὁπλις μοῖς καὶ τάξεσιν αἷς παρέλαβε Plu.Comp.Phil.Flam.2
;τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης Id.2.336b
;ἐχομένου τοῦ προσιόντος λόγου ὡς πρὸς τὸν ὑποκείμενον A.D.Synt.122.17
.c ὁ ὑ. ἐνιαυτός the year in question, D.S.11.75; οἱ ὑ. καιροί the time in question, Id.16.40, Plb.2.63.6, cf. Plu.Comp.Sol.Publ.4; τοῦ ὑ. μηνός the current month, PTeb.14.14 (ii B. C.), al.; ἐκ τοῦ ὑ. φόρου in return for a reduction from the said rent, PCair.Zen.649.18 (iii B. C.); πρὸς τὸ ὑ. νόει according to the context, Gp.6.11.7.9 in logical arrangement, to be subject or subordinate,τῇ.. ἰατρικῇ.. ἡ ὀψοποιικὴ.. ὑ. Pl. Grg. 465b
;ὁ τὴν καθόλου ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑποκείμενα Arist.Metaph. 982a23
, cf. APo. 91a11;ἑκάστη [τέχνη] περὶ τὸ αὐτῇ ὑ. ἐστι διδασκαλική Id.Rh. 1355b28
.b ἡ ὑ. ὕλη the subject-matter of a science or treatise, Id.EN 1094b12, 1098a28, Phld.Po.Herc.1676.3 (pl.); τὸ ὑ. the part affected by a disease, Plb.1.81.6.III trans., = ὑποτέθειμαι, I have appended,ὧν τὸ καθ' ἓν ὑπόκειμαι PTeb. 140
(i B. C.); cf. παράκειμαι ([place name] Addenda).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόκειμαι
См. также в других словарях:
καπιταλισμός ή κεφαλαιοκρατία — Όρος που έχει λάβει ποικίλες σημασίες και στον οποίο αποδίδονται διάφοροι ορισμοί με οικονομικό, νομικό, κοινωνιολογικό, πολιτικό, ιστορικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Οι διάφορες αυτές σημασίες δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν με σαφήνεια η μία… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
μαθητεία — Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την… … Dictionary of Greek
βραδυσεισμοί — Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αρτούρ Ισέλ για τις βραδείες καθοδικές ή ανοδικές ηπειρογενετικές κινήσεις (ισοστασία) ενός μικρού ή μεγάλου μέρους του φλοιού της Γης. Ο β. ονομάζεται θετικός όταν η στεριά χαμηλώνει (καθοδική κίνηση), με… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek